19.1.08

Βάδιζε καὶ ἀνάβηθι πρός με εἰς τὸ ὄρος καὶ ἴσθι ἐκεῖ...



Ὀλίγες ἡμέρες ποὺ μείναμε στὸ Σινᾶ, εἶναι ἕνας ἀσήμαντος χρόνος γιὰ ν’ ἀνιχνεύσει κανεὶς τὸ μυστικὸ τῆς ἐρήμου, νὰ μαντέψει πὼς εἶναι ἕνας τρόπος ζωῆς κι ὄχι ἕνας τόπος ἡ ἔρημος. Αὐτὴ ἡ ἔσχατη γυμνότητα, ἡ τέλεια ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὶς περισπάσεις καὶ τὴν ἀπατηλότητα τοῦ κόσμου τούτου, εἶναι ἕνα νόημα μυστικό, ποὺ δὲν ἑρμηνεύεται μὲ τὸ λόγο.
Περπατούσαμε τὸ πυρωμένο πρόσωπό της ζητώντας τὶς σπηλιὲς τῶν ἀσκητῶν, τὰ σκόρπια ξωκλήσια κι ὅλη αὐτὴ ἡ νοσταλγική μας ἀνίχνευση ἦταν μία ὁλόψυχη ἐμπειρία κι ὄχι ἁπλῶς ἕνα πενιχρὸ χρονικό, ἀπ΄ ὅπου ἀπέμειναν οἱ ἐντυπώσεις, καίτοι αὐτὲς μόνο δύνανται τελικῶς νὰ καταγραφοῦν.


. Κάπου ἐδῶ πρέπει νὰ εἶχε στρατοπεδεύσει ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ, τότε ποὺ καρτεροῦσε τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Νόμου. Αὐτὸ τὸ γρανιτένιο βουνὸ ποὺ ἀνεβαίνουμε, πρέπει κάποτε νὰ «ἐκαπνίζετο ὅλον, διά τό καταβεβηκέναι τόν Θεόν, ἐπ’αὐτῷ ἐν πυρί»! Ἦταν μιὰ Θεοφάνεια στὰ μέτρα τοῦ σκληροτράχηλου λαοῦ, ὁ συγκλονισμὸς μίας φοβερῆς παρουσίας.
Κοιτάζω γύρω τοὺς ὄγκους τοῦ γρανίτη, τὸν ἀμμουδερὸ δρόμο, ἕνα τοπίο ἀνέγγιχτο ἀπὸ τὸ χρόνο. «Πᾶς ὁ ἁψάμενος τοῦ ὄρους θανάτῳ τελευτήσει... Ἐάν τε κτῆνος ἐάν τε ἄνθρωπος οὐ ζήσεται». Καὶ ξεχώρισε τότε μόνος ὁ Μωυσῆς ν’ ἀνέβει στὸ βουνό, νὰ πάρει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ τὸ Νόμο.
Ὅσο ἀνεβαίνουμε, τὸ βλέμμα ἀγκαλιάζει τὴν ἀτέλειωτη διαδοχὴ τῶν γυμνῶν κορυφῶν, χωρὶς πουθενὰ ἕνα παραμικρὸ ἴχνος ζωῆς καὶ βλάστησης. Εἶναι καὶ μία μεγάλη ἀμμουδερὴ ἔρημος, ποὺ ἀνοίγεται πρὸς τὰ νότια χωρὶς διακοπῆ. Ὁ καμηλιέρης ἐξηγεῖ ὅτι ἀπὸ κεῖ τραβᾶνε οἱ καμῆλες γιὰ τὸ Τόρ, τὴν ἀρχαία Ραϊθῶ.
Σὲ λίγο ὁ «δρόμος» τελειώνει, βλέπουμε τὴν καμῆλα μπροστὰ νὰ σταματάει, νὰ λυγίζει τὰ πόδια καὶ νὰ χαμηλώνει στὴ γῆ, γιὰ ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπ’ τὸν ἐπιβάτη της. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα θ’ ἀνεβοῦμε ὅλοι ἀπὸ τὰ σκαλοπάτια χτισμένα στὸ γρανίτη, κάπου σαράντα λεπτὰ ἀνάβαση.
Τὸ κλιμακωτὸ μονοπάτι σύρεται στὴν πλαγιὰ ἀνάμεσα σὲ πελώριους βράχους μὲ ἀπίθανα σχήματα. Λεῖες, στιλπνὲς ἐπιφάνειες, μὲ παράδοξες καμπυλότητες, ποὺ καὶ ἡ πιὸ τολμηρὴ ὑπερρεαλιστικὴ φαντασία δὲ θὰ μποροῦσε νὰ συλλάβει σὲ τέτοια ποικιλία μορφῶν. Ὡστόσο ἐκτὸς τῆς θέας εἶναι καὶ τὰ σκαλοπάτια, μία μικρὴ δοκιμασία γιὰ τὴν ἀσυνήθιστη ἀντοχή μας. Πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας τινάζεται ἕνας ὁλόγυμνος βράχος, εἶναι ἡ Τζέμπελ Μοῦσα, ἡ Ἁγία Κορυφὴ μὲ 2292 μέτρα ὕψος.
Κάποτε φτάνουμε καὶ στὴν κορυφή, κι ὁ ἄνεμος εἶναι δυνατός, ἡ μόνη κυριαχικὴ παρουσία.. Περπατοῦμε κι ἐμεῖς λοιπὸν στὸ Θεοβάδιστο τόπο, εἶναι ἕνα ρῖγος αὐτὴ ἡ σκέψη. Ταυτοχρόνως κι ἡ θέα εἶναι ἐκπληκτική, ὅσο φτάνει τὸ μάτι, ἡ ἀτέλειωτη διαδοχὴ τῶν γρανιτένιων κορυφῶν
Mέσα ἀπὸ τὶς γύρω κορυφὲς ποὺ ἐπὶ μισὴ ὥρα ντύνονται ἕνα στεφάνι φῶς πορφυρό, ὁ ἥλιος προβάλλει, ἕνας πελώριος, κατακόκκινος δίσκος. Τὰ μάτια εἶναι κι αὐτὰ ἀσυνήθιστα στὰ «σκληρά» χρώματα τῆς ἐρήμου, σὲ αὐτὸ τὸ πορφυρὸ τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσεως, τὸ βαθὺ κυανὸ τοῦ οὐρανοῦ, τὸ δυνατὸ χρῶμα τῆς πέτρας καὶ τῆς ἄμμου. Θά ’λεγες, πὼς εἶναι μία ἄλλη ποιότητα αἰσθητικῆς, ἐντελῶς ἀσκητικὴ κι αὐτή, ἐλάχιστα τερπνὴ γιὰ τὶς αἰσθήσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: