30.1.09

Ερειπιώνας

Βρισκόμασταν στο χωριό Ζβόρνιν, λίγο πριν φτάσουμε στο Βελιγράδι. Το τοπίο ήταν εφιαλτικό. Ένας πυκνός, αποπνικτικός καπνός από τα μισογκρεμισμένα καμένα από τις εμπρηστικές βόμβες ,σπίτια, αιωρούταν στο αέρα. Οι λίγοι τοίχοι που είχαν απομείνει όρθιοι, σκελετός ενός φανταστικού γίγαντα, γεμάτοι από τα σημάδια των βολών των πυροβόλων. Την ησυχία διέκοπτε ο ήχος, πότε μιας πέτρας, που ξεκολλούσε από την θέση που την είχε βάλει αυτός που έχτισε το σπίτι, τώρα παίρνει τη θέση που της όρισε αυτός που προκάλεσε αυτό το πόλεμο, δηλ. σε ένα σωρό ερειπίων, πότε ένα τζάμι πίσω από το οποίο κάποτε παιδικά μάτια κοιτούσαν το χιόνι να πέφτει , τώρα παίρνει και αυτό τη θέση του στον ίδιο σωρό.
Όσοι σώθηκαν από τον βομβαρδισμό και από την επίθεση του πεζικού, έψαξαν για σωτηρία στα δίπλα χωριά. Ο χειμώνας άλλωστε είναι τόσο βαρύς που είναι αδύνατο να διανυκτερεύσει κανείς στο βουνό. Απαθανατίζοντας με την φωτογραφική μου μηχανή, το εφιαλτικό μέρος, περιδιαβαίνοντας σ’αυτό που υποθέτω πως κάποτε θα ήταν δρόμος ,(να εδώ στην διασταύρωση αυτών των δρόμων φαντάζομαι τις γυναίκες της γειτονιάς να συνομιλούν με τα ψώνια στα χέρια, γυρνώντας από το φούρνο ή κρατώντας από το χέρι τα εγγόνια τους γυρνώντας από το σχολείο) σκέφτομαι πως το μέρος είναι το απόλυτο σκηνικό για την πιο εφιαλτική ταινία.
Καμιά ελπίδα. Κανένα ίχνος ζωής. Που είναι τα σπίτια με τους κήπους , που τα καταστήματα με τις ωραίες βιτρίνες, που είναι το ζαχαροπλαστείο που παιδιά τρώγαμε καταπληκτικές σοκολατίνες? Η τύχη μου επεφύλασσε πράγματι σκληρό παιχνίδι. Γύρισα στην πατρίδα μου, στο χωριό μου μετά από είκοσι χρόνια, και τώρα με την μνήμη θα πρέπει να ανασυνθέσω τις παιδικές μου εικόνες, αφού η πραγματικότητα είναι τόσο λυπηρή. «Ουδέ είδος, Ουδέ κάλλος» Ερειπιώνας. Μόνο η δυτική πλευρά του χωριού ήταν σε καλή κατάσταση, αλλά αυτή δεν ήταν μέρος των αναμνήσεών μου. Αυτός ο νέος συνοικισμός έγινε αργότερα, και εγκαταστάθηκαν άνθρωποι εκδιωγμένοι από τις δικές τους πατρίδες από άλλο πόλεμο. Με άλλη θρησκεία και άλλες συνήθειες. Άλλοι από εμάς. Ξένοι σε εμάς.
Ένας περίεργος ήχος ακούστηκε, κάτι σαν περπάτημα, ανάσα, ανθρώπινη παρουσία. Μπα σκέφτηκα. Καμιά γάτα θα είναι. Τώρα θα ξεφυτρώνουν τα ποντίκια πιο εύκολα, αφού ούτε και αυτά έχουν που να τρυπώσουν πια. Λάθος, ένα μικρό κοριτσάκι , θα ήταν δεν θα ήταν, δώδεκα-δεκατριών χρόνων. Ξεπρόβαλε δειλά το κεφάλι της πίσω από ένα τοίχο που είχε απομείνει όρθιος. Κρύφτηκε πάλι. Ήσυχα , αθόρυβα, μην προκαλέσει, να ζήσει ήθελε. Πλησίασα προς το μέρος της. Της μίλησα στην γλώσσα μας και τότε ξεθάρρεψε. Τα ματάκια της φωτίστηκαν. Της έπιασα το χεράκι και της έδωσα ένα σοκολατάκι που είχα στην τσέπη μου. Φάνηκε να με εμπιστεύεται. Τι κάνεις εδώ? τη ρώτησα. Γιατί είσαι μόνη σου? Οι γονείς σου?
Άρχισε να κλαίει, λυγμοί που συγκλόνισαν όλο το συνεργείο. Λυγμοί που έκαναν το απόγευμα εκείνο σπαρακτικό.
Χάθηκαν οι γονείς μου. Μια βόμβα έπεσε στην αποθήκη την ώρα που ο μπαμπάς και η μαμά έφτιαχναν τα εργαλεία. Δεν τους είδα. Τους σκέπασαν τα συνεργεία διάσωσης με σεντόνια. Μόνο ο αδελφός μου πρέπει να είναι ακόμη ζωντανός. Ίσως να είναι ακόμη ζωντανός. Είδα το ποδήλατό του στην πλατεία, δίπλα στο κατάστημα με τα ηλεκτρονικά. Εκεί ήταν την ώρα του βομβαρδισμού και το κατάστημα δεν είναι χτυπημένο από βόμβες. Αυτός μου έμεινε. Ίσως και οι παππούδες μου στο πιο πάνω χωριό. Είχαμε έρθει εμείς εδώ γιατί έχει σχολείο, για καλύτερα…δεν βαριέσαι. Καλύτερα…. μονολόγησε. Έσκυψε το κεφάλι, αισθανόμουν ότι μόνο εμένα εμπιστευόταν, μόνο σε μένα ήλπιζε.
-Πάμε της λέω.
-Που?
-Στο άλλο χωριό?
-Στους παππούδες μου?
-Ναι. Στους παππούδες σου, και στην γιαγιά σου. Έχουν ένα καταυλισμό εκεί. Κάποιες ανθρωπιστικές οργανώσεις έχουν στήσει ένα πρόχειρο νοσοκομείο και σκηνές. Εκεί θα είναι .
-Λες? ….

Από τον Βουδούρη Χρήστο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: